ορμόνη

ορμόνη
hormone

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ορμόνη — η φυσιολ. οργανική ουσία που παράγεται από τα ζώα και τα φυτά σε ένα τμήμα τού οργανισμού, αλλά επενεργεί σε ένα άλλο, που μπορεί να βρίσκεται μακριά από τον τόπο παραγωγής της, και λειτουργεί ως ρυθμιστής σε μια ποικιλία φυσιολογικών… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνη — η έκκριμα των ενδοκρινών αδένων που με το αίμα μεταφέρεται σε ορισμένα όργανα του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορτικοτροπίνη ή κορτικοτρόπος ορμόνη — Ορμόνη που παράγεται στον εμπρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση) και ρυθμίζει τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 39 αμινοξέων, που σχηματίζεται από τη διάσπαση ενός μεγαλύτερου πρωτεϊνικού μορίου, από το… …   Dictionary of Greek

  • αλδοστερόνη — Ορμόνη που αποτελεί τον ισχυρότερο ρυθμιστή της απορρόφησης του νατρίου και της απέκκρισης του καλίου στο επίπεδο των νεφρών· επιπλέον διευκολύνει τη σύσταση ορισμένων κυττάρων, έπειτα από επίδραση αγγειοσυσταλτικών ουσιών και έτσι αυξάνει τον… …   Dictionary of Greek

  • μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοτονίνη ή αγγειοτασίνη — Ορμόνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος των σπονδυλωτών. Σε κανονικές καταστάσεις, δεν περιέχεται σε ανιχνεύσιμες ποσότητες στο αίμα. Όταν η αρτηριακή πίεση ελαττώνεται, ελκύεται ένζυμο από τον φλοιό των νεφρών που ενεργοποιεί την ορμόνη, η… …   Dictionary of Greek

  • γλουκαγόνο — Ορμόνη που εκκρίνεται από τα α– κύτταρα του παγκρέατος και διεγείρει την έκκριση γλυκόζης στο αίμα. Κύριο όργανο και στόχος του γ. είναι το ήπαρ απ’ όπου απελευθερώνεται η γλυκόζη. Η δράση του αντισταθμίζει τη δράση της ινσουλίνης, η οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • γλυκαγόνη — Ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και διεγείρει την έκκριση γλυκόζης στο αίμα. Η ενέργειά της αντισταθμίζει την ενέργεια της ινσουλίνης. Στους ασθενείς με διαβήτη, η γ. χορηγείται θεραπευτικά για την αντιμετώπιση σοβαρών υπογλυκαιμικών …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίνη — Ορμόνη που παράγεται από τα επινεφρίδια. Αυξάνει τον αριθμό των χτύπων της καρδιάς και τη ροή αίματος, βελτιώνει την αναπνοή και βοηθά το σώμα να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της άσκησης. Ονομάζεται και αδρεναλίνη (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • καλσιτονίνη — Ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακικά κύτταρα του θυρεοειδή αδένα. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 32 αμινοξέων, που προκύπτει από το κόψιμο ενός μεγαλύτερου πεπτιδίου (προορμόνη), ενώ περιέχει έναν δισουλφιδικό δεσμό, ώστε το μόριο να αποκτά… …   Dictionary of Greek

  • νοραδρεναλίνη ή αρτερενόλη — Ορμόνη, που βοηθά να διατηρείται μια σταθερή πίεση αίματος, κάνοντας τα αιμοφόρα αγγεία να συστέλλονται και την καρδιά να χτυπά γρηγορότερα, όταν η πίεση του αίματος πέσει κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”